1. καταλαβαίνω, μπαίνω στη θέση κάποιου partager compatir Συμμερίζομαι τις ανησυχίες σου. Je partage ton inquiétude. συμμερίζομαι κπτη δυστυχία κάποιου compatir avec qqnavec le malheur de qqn
2. συμφωνώ με κτ partager συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου partager l'avis de qqn
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.