συντελεστής
coefficient, factorcoefficient (sindele'stis)
ουσιαστικό αρσενικό 1. μαθηματικά αριθμός ή γράμμα που θεωρούμε γνωστό, σταθερό
coefficient αρσενικό πολλαπλασιασμός με ορισμένο συντελεστή multiplication par un coefficient déterminé 2. απαραίτητος παράγοντας για την πραγματοποίηση έργου
coefficient συντελεστής επιτυχίας coéfficient de réussite 3. συνεργάτης
collaborateur αρσενικό collaboratrice θηλυκό οι συντελεστές της παράστασης les collaborateurs du spectacle Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.