συχνός

Μεταφράσεις

συχνός

(si'xnos) αρσενικό

συχνή

(si'xni) θηλυκό

συχνό

fréquent, continuelfrequent, continualمُتَكَرِّر, مُتَواصِلčastý, neustálýhyppig, vedvarendehäufig, ununterbrochencontinuo, frecuentejatkuva, usein tapahtuvaneprekidan, učestaocontinuo, frequenteたびたびの, 継続的な연속적인, 잦은aanhoudend, frequentofte, ustanseligciągły, częstycontínuo, frequenteпостоянный, частыйofta förekommande, ständigต่อเนื่อง, บ่อยๆsık, sürekliliên tục, thường xuyên连续的, 频繁的 (si'xno) ουδέτερο
επίθετο
που επαναλαμβάνεται τακτικά συχνές επισκέψεις συχνό φαινόμενο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.