σχετικός

Μεταφράσεις

σχετικός

(sçeti'kos) αρσενικό

σχετική

(sçeti'ci) θηλυκό

σχετικό

relevant, corresponding, germane, relatedrelatif, liéمُرْتَبِطsouvisejícíforbundetverwandtemparentadosukua olevapovezanimparentato親類の관계가 있는gerelateerdbeslektetzwiązanyrelacionadoсвязанныйvara släkt medเกี่ยวข้องกันakrabacó quan hệ相关的 (sçeti'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. που συμβαίνει σε μικρό βαθμό σχετική ηρεμία
2. που έχει σχέση με κτ συμπτώματα σχετικά με την αρρώστια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.