σωλήνας
pipe, tube, tubingtube, tuyauأُنْبُوبrourarørRohrtuboputkicijevmetropolitana管관buisjerørruratuboтрубаtunelbanaท่อtüpống管子 (so'linas)
ουσιαστικό αρσενικό 1. κυλινδρικό μακρύ αντικείμενο για μεταφορά υγρών ή αερίων
tuyau αρσενικό tube αρσενικό σωλήνας εξάτμισης un pot d'échappement σωλήνας ύδρευσηςαποχέτευσης un tuyau d'eaud'égout γυάλινο κυλινδρικό δοχείο πειραμάτων
éprouvette παιδί του σωλήνα un bébé éprouvette 2. πέρασμα στον οργανισμό
tube αρσενικό o αναπνευστικός σωλήνας le tube respiratoire ο πεπτικός σωλήνας le tube digestif Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.