τουρισμός

Μεταφράσεις

τουρισμός

Tourismustourismtourismetoerismeturismoسِيَاحَةcestovní ruchturismeturismoturismiturizamturismo旅行業관광turismeturystykaтуризмturismการท่องเที่ยวturizmngành du lịch旅游业, 旅游Туризъм旅遊תיירות (turi'zmos)
ουσιαστικό αρσενικό
1. η παραμονή ανθρώπων σε άλλο μέρος κατα τις διακοπές τους κάνω τουρισμό
2. η συνολική σχετική οργάνωση Η Ελλάδα έχει ανεπτυγμένο τουρισμό.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.