τράχηλος
cervix, neckคอ ('traçilos)
ουσιαστικό αρσενικό 1. ανατομία το πίσω μέρος του λαιμού
cou αρσενικό nuque θηλυκό Του έδωσε ένα χτύπημα στον τράχηλο. Il lui a donné un coup sur la nuque. 2. ανατομία η είσοδος της μήτρας
col αρσενικό o τράχηλος της μήτρας le col de l'utérus Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.