τρέμω

Μεταφράσεις

τρέμω

tremblertremble, flicker, quaver, quiver, shiver, shakeيَرْتَعِدُ, يَهْتَزُّtřást seryste, skælvezitterntemblartäristä, vapistadrhtati, tresti setremare揺れる, 震える떨다beven, trillenriste, skjelvezadrżeć, zatrząść siętremerдрожать, трястисьdarra, skakaสั่นสะเทือน, สั่นสะเทือน หวั่นไหวtitremekrun, rung摇动, 颤抖 ('tremo)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. έχω ρίγη τρέμω από το κρύο τρέμω από το φόβο
2. τραντάζομαι Τρέμει το σπίτι.
3. φοβάμαι σε υπερβολικό βαθμό Τον τρέμω. Τρέμω στην ιδέα ότι θα πονέσω.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.