τρομαγμένος

Μεταφράσεις

τρομαγμένος

(tromaɣ'menos) αρσενικό

τρομαγμένη

(tromaɣ'meni) θηλυκό

τρομαγμένο

خائِف, مَرْعُوبvylekaný, vystrašenýbange, skræmtverängstigtfrightened, scaredasustadopelästynyt, peloissaaneffrayéprestrašen, uplašenimpaurito, spaventatoおびえた, 怖がった겁먹은bangskremtprzestraszonyassustadoнапуганныйrädd, skrämdที่น่ากลัว, รู้สึกตกใจkorkmuşsợ hãi受惊的, 害怕的 (tromaɣ'meno) ουδέτερο
επίθετο
που έχει τρομάξει τρομαγμένο ελάφι τρομαγμένο βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.