τρούφα
truffletruffeтрюфель ('trufa)
ουσιαστικό θηλυκό 1. γλύκισμα με κομματάκια σοκολάτας
truffe θηλυκό au chocolat Θα φτιάξω τρούφες για τις γιορτές. Je confectionnerai des truffes pour les fêtes. 2. είδος μανιταριού
truffe η μαύρη τρούφα la truffe noire Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.