τσακώνω

Μεταφράσεις

τσακώνω

يَقْبِضُ عَلَىpopadnoutgribeergreifenseizeagarrartarttuasaisiruhvatitiafferrareぐいとつかむ잡다in beslag nemenbeslagleggechwycićapoderar-seсхватитьgripaฉกฉวยyakalamaknắm lấy查获 (tsa'kono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) οικείο
1. πιάνω, συλλαμβάνω H αστυνομία τους τσάκωσε.
2. βλέπω κπ να κάνει κτ απαγορευμένο Τους τσάκωσα μαζί.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.