τόνος
('tonos)
ουσιαστικό αρσενικό 1. το σημάδι στον τονισμό
accent αρσενικό βάζω τόνο mettre un accent 2. η ειδική έκφραση της φωνής
ton αρσενικό ο τόνος της φωνής le ton de la voix υψώνω τον τόνο (της φωνής μου) hausser le ton (de ma voix) φιλικός ευχάριστος τόνος un ton amicalplaisant 3. ανατομία η ενέργεια, η ένταση
tonus αρσενικό μυϊκός τόνος tonus (musculaire)
τόνος
('tonos)
ουσιαστικό αρσενικό 1. μονάδα μέτρησης βάρους ίση με χίλια κιλά
tonne θηλυκό όχημα βάρους πέντε τόνων un véhicule lourd de cinq tonnes 2. μεταφορικά πολύ μεγάλη ποσότητα
tonne Ζυγίζω έναν τόνο! Je pèse une tonne !
τόνος
accent, stress, tone, ton, tunny, tunaaccent, thon, tonneThunfisch, Tonneacento, atún, toneladaتُوْن, طُنّtuna, tuňákton, tuntonni, tonnikalatona, tunatonnellata, tonnoトン, マグロ참치, 톤ton, tonijntonn, tunfisktona, tuńczykatum, toneladaтунец, тоннаton, tonfiskปลาทูน่า, หน่วยน้ำหนักเท่ากับสองพันสองร้อยสี่สิบปอนด์ton, ton balığıcá ngừ, một tấn Anh吨, 金枪鱼
ουσιαστικό αρσενικό μεγαλόσωμο ψάρι
thon αρσενικό Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.