τύραννος
tyranttyrantiranotiranoTyranntirannoтиранtiranالطاغيةTyran暴君暴君tyran暴君폭군tyrann ('tiranos)
ουσιαστικό αρσενικό 1. δικτάτορας
tyran αρσενικό Κάτω οι τύραννοι! À bas les tyrans ! 2. μεταφορικά υπερβολικά σκληρός, αυταρχικός άνθρωπος
tyran Ο πατέρας του ήταν ένας τύραννος. Son père était un vrai tyran. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.