υπερήλικας

Μεταφράσεις

υπερήλικας

مُتَقَدِّمٌ في السِّنّosoba důchodového věkupensionistSeniorsenior citizenpersona de la tercera edadeläkeläinenpersonne âgéestarija osobaanziano高齢者노인65-plusserpensjoniststarsza osobapessoa idosaпенсионерpensionärพลเมืองอาวุโสyaşlı vatandaşngười già老年公民 (ipe'rilikas)
ουσιαστικό αρσενικό-θηλυκό
ηλικιωμένος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.