φαγώσιμος

Μεταφράσεις

φαγώσιμος

(fa'ɣosimos) αρσενικό

φαγώσιμη

(fa'ɣosimi) θηλυκό

φαγώσιμο

edible, comestible, eatable, esculentcomestible, mangeableصَالِحٌ لِلَأكْلjedlýspiseligessbarcomestiblesyötäväksi kelpaavajestivcommestibile食べられる식용의eetbaarspiseligjadalnycomestívelсъедобныйätbarซึ่งกินได้yenilebilirăn được可食用的 (fa'ɣosimo) ουδέτερο
επίθετο
που τρώγεται φαγώσιμο είδος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.