φροντίζω

Μεταφράσεις

φροντίζω

care, nurse, ten, provide forзаботиться, обеспечивать (средствами к существованию), присматриватьيُزَوِد, يَهْتَمُّ بِpečovat, záležet, zaopatřitpasser, pleje, sørge forpflegen, sich sorgen um, sorgen fürcuidar, mantener, preocuparseelättää, välittääprendre soin, prendre soin de, subvenirmariti, pobrinuti se za, skrbiti seimportare, occuparsi di, provvedere心配する, 準備する, 面倒をみる돌보다, 돕다geven om, onderhouden, verzorgenbry (seg), omsorg, ta forholdsregler motopiekować się, przejmować się, utrzymaćimportar-se com, preocupar-se com, prover a subsistência, tomar contabry (sig) om, försörja, sköta omจัดหาให้, ดูแลbakmak, geçimini sağlamakchăm sóc, quan tâm, trợ cấp供养, 关心, 照顾 (fro'ndizo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. νοιάζομαι για φροντίζω τα δόντια μου
2. δεν ξεχνώ Φρόντισε να γυρίσεις νωρίς.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.