όπλο

Μεταφράσεις

όπλο

Waffe, Gewehrweapon, gun, armarme, fusilarma, arma da fuocoоружие, огнестрельное оружие武器, arma, arma de fogoبُنْدُقِيَة, سِلاحzbraňskydevåben, våbenarma, pistolaaseoružje, pištolj武器, 銃무기, 총geweer, wapengevær, våpenbrońpistol, vapenปืน, อาวุธsilahsúng, vũ khí ('oplo)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. όργανο μάχης πυρηνικό όπλο
2. μεταφορικά μέσο Πετύχαμε με μοναδικό όπλο τη θέληση.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.