ύπουλος

Μεταφράσεις

ύπουλος

('ipulos) αρσενικό

ύπουλη

('ipuli) θηλυκό

ύπουλο

insidious, devious, furtive, sly, trickyمُعَقَّدobtížnývanskeligkniffligpeliagudohankaladifficilenezgodancomplesso油断のならない애매한lastigvanskeligpodstępnycomplicadoхитрыйknepigยากdolambaçlıkhó khăn棘手的 ('ipulo) ουδέτερο
επίθετο
1. πονηρός, δόλιος ύπουλος άνθρωπος
2. που γίνεται με δόλο, με πονηριά ύπουλη τακτική
3. που εμφανίζεται απροειδοποίητα ύπουλη αρρώστια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.