γενικός

Μεταφράσεις

γενικός

(ʝeni'kos) αρσενικό

γενική

(ʝeni'ci) θηλυκό

γενικό

general, overallgénéral, générique, universelعَامّvšeobecnýgenerelallgemeingeneralyleinenopćigenerale一般の일반적인algemeengenereltogólnygeralобщийallmänโดยทั่วไปgenelchung普通的 (ʝeni'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. που αφορά όλους το γενικό συμφέρον γενικά χαρακτηριστικά
2. που κατευθύνει ένα σύνολο λειτουργιών ο γενικός διακόπτης o γενικός διευθυντής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.