τμήμα

Μεταφράσεις

τμήμα

department, section, compartment, segment, partجُزْءٌ, قِسْمčást, odděleníafdeling, delAbteilung, Teildepartamento, parte, secciónosa, osastopartie, servicedio, odjelparte, reparto部分, 部門부, 일부afdeling, onderdeelavdeling, delczęść, działdepartamento, parte, seçãoотдел, частьavdelning, delแผนก, ส่วนหนึ่งbölüm, parçaphần, phòng部分, 部门раздел ('tmima)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. μέρος ενός όλου το αριστερό τμήμα ενός κτιρίουτου εγκεφάλου
2. κλάδος το τμήμα γλωσσολογίας
3. τάξη σχολικής χρονιάς Η έκτη δημοτικού έχει δυο τμήματα.
4. υπηρεσία διοικητικό τμήμα αστυνομικό τμήμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.