Αγγλίδα - ορισμός του Αγγλίδα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%91%ce%b3%ce%b3%ce%bb%ce%af%ce%b4%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.559.860
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Αγγλίδα
Μεταφράσεις
Αγγλίδα
Englishwoman
Αγγλίδα
Anglaise
Αγγλίδα
Angielka
Αγγλίδα
англичанка
Πλοηγός λέξεων
?
▲
άγαρμπη
άγαρμπο
άγαρμπος
αγάς
αγγαρεία
αγγειακός
αγγειίτιδα
αγγείο
αγγειογραφία
αγγειολογία
αγγειοπλάστης
αγγειοπλαστική
αγγειόσπερμα
αγγειόσπερμο
αγγελία
αγγελιαφόρος
αγγελικά
Αγγελική
αγγελικό
αγγελικός
αγγελιοφόρος
αγγέλλω
άγγελμα
άγγελος
αγγελούδι
αγγελτήριο
αγγέλω
άγγιγμα
αγγίζω
Αγγλία
Αγγλίδα
Αγγλικά
Αγγλικανική εκκλησία
αγγλικανικός
αγγλικανός
αγγλική
αγγλικό
αγγλικός
αγγλοποιώ
Άγγλος
αγγλοσαξονικά
αγγλοσαξονικός
αγγλόφωνος
αγγουράκι
αγγούρι
αγγουριά
αγελάδα
αγελαδάρης
αγελαδινή
αγελαδινό
αγελαδινός
αγελαδοτρόφος
αγελαίος
αγέλαστα
αγέλαστη
αγέλαστο
αγέλαστος
αγέλη
αγένεια
αγένειος
αγενές
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close