Εβραϊκό Σάββατο - ορισμός του Εβραϊκό Σάββατο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%95%ce%b2%cf%81%ce%b1%cf%8a%ce%ba%cf%8c+%ce%a3%ce%ac%ce%b2%ce%b2%ce%b1%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.943.961.247
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Εβραϊκό Σάββατο
Μεταφράσεις
Εβραϊκό Σάββατο
السَّبْت
Εβραϊκό Σάββατο
sabat
Εβραϊκό Σάββατο
sabbat
Εβραϊκό Σάββατο
Sabbat
Εβραϊκό Σάββατο
Sabbath
Εβραϊκό Σάββατο
sábado judío
Εβραϊκό Σάββατο
sapatti
Εβραϊκό Σάββατο
sabbat
Εβραϊκό Σάββατο
Šabat
Εβραϊκό Σάββατο
Sabbath
Εβραϊκό Σάββατο
安息日
Εβραϊκό Σάββατο
안식일
Εβραϊκό Σάββατο
sabbat
Εβραϊκό Σάββατο
sabbat
Εβραϊκό Σάββατο
szabas
Εβραϊκό Σάββατο
Sabbath
Εβραϊκό Σάββατο
шабат
Εβραϊκό Σάββατο
sabbat
Εβραϊκό Σάββατο
วันประกอบพิธีทางศาสนาและพักผ่อนของชาวคริสต์
Εβραϊκό Σάββατο
dinlenme günü
Εβραϊκό Σάββατο
ngày Sabbath
Εβραϊκό Σάββατο
猶太教安息日
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δωσίλογος
Δώστε μου τα στοιχεία της ασφάλειάς σας, παρακαλώ
ε
Ε.Ε.
εάν
Εάν πρόκειται να αργήσετε, σας παρακαλούμε να μας τηλεφωνήσετε
εαρινός
εαυτή
εαυτό
εαυτός
έβαλα
έβγα
έβγαλα
εβδομάδα
εβδομαδιαία
εβδομαδιαίο
εβδομαδιαίος
έβδομη
εβδομηκοστός
εβδομήντα
έβδομο
έβδομος
εβένινος
έβενος
εβονίτης
εβραία
εβραϊκά
εβραϊκή
εβραϊκό
Εβραϊκό Πάσχα
Εβραϊκό Σάββατο
εβραϊκός
εβραίος
έγγαμος
εγγαστρίμυθος
έγγαφο
εγγεγραμμένος
εγγελαρδία
εγγενής
εγγίζω
Εγγλέζα
εγγλέζικος
Εγγλέζος
εγγονάκι
εγγονή
εγγόνι
εγγόνια
εγγονός
εγγράμματος
εγγραφέας
εγγραφή
έγγραφο
εγγράφομαι
εγγράφομαι σε μητρώο ανέργων
εγγράφω
εγγυημένη
εγγυημένο
εγγυημένος
εγγύηση
εγγυητής
εγγύς
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close