εργασία
Μεταφράσεις
εργασία
work, job, labor, employment, labourlaboro, taskotâche, travailBeruf (erɣa'sia)ουσιαστικό θηλυκό
1. δουλειά, επάγγελμα σκληρή εργασία
2. δουλειά στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο οι εργασίες των μαθητών
3. γραπτή μελέτη τέλους σπουδών
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Εργασία |
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009