ΚΟΚ - ορισμός του ΚΟΚ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9a%ce%9f%ce%9a
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.731.018.102
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ΚΟΚ
Μεταφράσεις
ΚΟΚ
route
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κοινόχρηστα
κοινόχρηστη
κοινόχρηστο
κοινόχρηστος
Κοϊντίνος
Κόιντος
κοινωνία
κοινωνικά
κοινωνική
κοινωνική ασφάλιση
κοινωνικό
κοινωνικοποίηση
κοινωνικοπολιτιστικός
κοινωνικός
κοινωνικός δαρβινισμός
κοινωνικός λειτουργός
κοινωνικότητα
κοινωνιολογία
κοινωνιολογικός
κοινωνώ
κοινώς
κοίταγμα
κοιτάζω
κοιτάζω επίμονα
κοιτάζω λοξά
κοιτάζω τριγύρω
κοίτασμα
κοίτη
κοιτώ
κοιτώνας
ΚΟΚ
Κόκα Κόλα
κοκαϊνη
κοκαΐνη
κοκαλάκι
κοκαλιάρα
κοκαλιάρης
κοκαλιάρικο
κοκάλινη
κοκάλινο
κοκάλινος
κόκαλο
κοκαλώνω
κοκέτα
κοκέτης
κοκέτικο
κοκίτης
κοκκαλάκι για τα μαλλιά
κόκκαλο
κοκκίδωση
κόκκινη
κόκκινη κάρτα
κοκκινίζω
κοκκίνισμα
κοκκινιστή
κοκκινιστό
κοκκινιστός
κόκκινο
κόκκινο κρασί
κόκκινο κρέας
κόκκινο φραγκοστάφυλο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close