Κάιν - ορισμός του Κάιν από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9a%ce%ac%ce%b9%ce%bd
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.945.620.931
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Κάιν
Μεταφράσεις
Κάιν
Caim
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καθορισμένο μενού
καθορισμένος
καθορισμός
καθοριστική
καθοριστικόό
καθοριστικός
καθρεφτάδικο
καθρεφτάκι
καθρέφτης
καθρέφτης αυτοκινήτου
καθρεφτίζομαι
καθρεφτίζω
καθρέφτισμα
καθυστερημένη
καθυστερημένοο
καθυστερημένος
καθυστέρηση
καθυστερούμενα
καθυστερώ
καθώς
καθωσπρέπει
καθωσπρεπής
και
και αν
και οι δύο
και τα λοιπά
καίγομαι
καίκι
καΐκι
καϊμάκι
Κάιν
Καινή Διαθήκη
καινός
καινοτομία
καινοτομικός
καινοτόμος
καινοτομώ
καινούργιος
καινούρια
καινούριο
καινούριος
καινοφανής
καίρια
καιρική
καιρικό
καιρικός
καίριο
καίριος
Κάιρο
Καιρός
καιροσκοπία
καιροσκοπώ
Καίσαρ
καίσαρας
καισαρική
καισαρική τομή
καισαρικό
καισαρικός
καισαρισμός
καισαροπαπισμός
καίσιο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close