Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο - ορισμός του Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9a%ce%ac%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%bf%cf%82+%cf%87%cf%84%cf%85%cf%80%ce%ae%ce%b8%ce%b7%ce%ba%ce%b5+%ce%b1%cf%80%cf%8c+%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%bf%ce%ba%ce%af%ce%bd%ce%b7%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.664.597.898
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο
Μεταφράσεις
Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο
→
صَدَمَتْ سَيَّارَةٌ أَحَدَهُمْ
→ Někoho porazilo auto
→ Nogen er blevet kørt over af en bil
→
Jemand ist von einem Auto angefahren worden
→
Someone has been knocked down by a car
→
Someone's been knocked down by a car
→
Ha habido un atropello
→ Joku on jäänyt auton alle
→
Quelqu'un s'est fait renverser par une voiture
→ Nekoga je udario automobil
→
Qualcuno è stato investito da un'automobile
→ 誰かが車にはねられました
→ 누군가가 차에 치였어요
→
Iemand is door een auto aangereden
→
En er blitt kjørt ned av en bil
→
Ktoś został potrącony przez samochód
→
Alguém foi atropelado por um carro
→
Машина сбила человека
→ Det är någon som har blivit påkörd
→ มีคนถูกรถชน
→
Birisine araba çarptı
→ Có người bị ô tô đâm
→
有人被车撞倒了
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καπλαμάς
καπληλεία
καπνά
κάπνα
καπνιά
Καπνίζετε;
Καπνίζοντες, παρακαλώ
καπνίζω
κάπνισμα
καπνιστή
καπνιστή ρέγγα
καπνιστής
καπνιστό
καπνιστό χοιρινό
καπνιστός
καπνίστρια
καπνοδόχος
καπνοί
καπνοπωλείο
καπνοπώλης
καπνός
καπνοσύριγγα
καπό
κάποια
κάποιο
Κάποιο πρόβλημα έχουν τα ηλεκτρικά
κάποιοι
κάποιος
Κάποιος πνίγεται!
Κάποιος τραυματίστηκε
Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο
κάποτε
κάπου
καπρίτσιο
κάπρος
καπώ
κάπως
καραβάνα
καράβι
καραβίδα
καραβίδες
καραβόπανο
κάραβος
καραβοστάσιο
καραγάτσι
Καραγκιόζης
καραδοκώ
Καραϊβική
καραϊβικός
Καρακάλλας
καρακάξα
Καράκας
καρακόλι
καραμελα
καραμέλα
καραμούζα
καραμπίνα
καραμπόλα
καραντίνα
καραόκε
καραούλι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close