Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης - ορισμός του Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9a%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%ac%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82+%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%ac%ce%ba%cf%84%ce%bf%cf%85+%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%b3%ce%ba%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.590.292.918
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
Μεταφράσεις
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
→
حالاتُ الطوارئ
→ Nouzové situace
→ Nødstilfælde
→
Notfälle
→
Emergencies
→
Urgencias y situaciones de emergencia
→ Hätätilanteet
→
Les urgences
→ Slučajevi nužde
→
Emergenze
→ 緊急事態
→ 긴급 상황
→
Noodgevallen
→
Nødsituasjoner
→
Nagłe wypadki
→
Emergências
→
Критические ситуации
→ Nödfall
→ สภาวะฉุกเฉิน
→
Acil durumlar
→ Những trường hợp khẩn cấp
→
紧急情况
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κατάρτι
καταρτίζω κατάλογο
κατάρτιση
καταρτισμένος
καταρχήν
κατασήμανση
κατασκευάζω
κατασκεύασα
κατασκεύασμα
κατασκευασμένος
κατασκευαστής
κατασκευαστής ξύλινων κουφωμάτων
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκηνωτής
κατασκηνώτρια
κατασκοπεία
κατασκοπεύω
κατάσκοπος
κατασπαράζω
κατάσπαρτος
κατασπαταλώ
κάτασπρη
κάτασπρο
κάτασπρος
κατασταλαγμένος
κατασταλάζω
κατασταλτικός
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση
κατάσταση ονομάτων
καταστατικό
καταστέλλω
κατάστημα
κατάστημα αφορολόγητων ειδών
κατάστημα δώρων
κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια
κατάστημα με φυτά και είδη κήπου
κατάστημα παπουτσιών
κατάστημα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
κατάστημα σιδηρικών
κατάστημα φιλανθρωπικής οργάνωσης
καταστηματάρχης
καταστηματάρχισσα
κατάστιχο
καταστολή
καταστρεμμένος
καταστρεπτική
καταστρεπτικό
καταστρεπτικός
καταστρέφομαι
καταστρέφω
καταστροφή
καταστροφικά
καταστροφική
καταστροφικό
καταστροφικός
κατάστρωμα
καταστρώνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close