Μείνετε στο μονοπάτι - ορισμός του Μείνετε στο μονοπάτι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9c%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b5%cf%84%ce%b5+%cf%83%cf%84%ce%bf+%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%80%ce%ac%cf%84%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.591.649.269
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Μείνετε στο μονοπάτι
Μεταφράσεις
Μείνετε στο
μονοπάτι
→
لا تَنْحَرِفْ عَنْ الطَّرِيقِ
→ Držte se stezky
→ Hold Dem til stien
→
Nicht vom Weg abweichen
→
Keep to the path
→
No se salga del sendero
→ Pysytelkää polulla
→
Restez sur le chemin
→ Držite se staze
→
Cammini sul sentiero
→ 道に沿って進んでください
→ 길에서 벗어나지 마세요
→
Blijf op het pad
→
Hold deg på stien
→
Proszę trzymać się ścieżki
→
Mantenha-se no caminho
→
Не сходите с дорожки
→ Håll er till stigen
→ เดินบนทางเดิน
→
Patikadan ayrılmayın
→ Đi theo lối mòn
→
不要下道
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μεθάω
μεθειονίνη
μέθεξη
μεθοδικά
μεθοδική
μεθοδικό
μεθοδικός
μεθοδολογία
μέθοδος
μεθόριος
μεθυλένιο
μεθυλένιον
μεθύλιο
μεθύλιον
μεθύσι
μεθυσμένη
μεθυσμένο
μεθυσμένος
μέθυσος
μεθύστακας
μεθυστική
μεθυστικό
μεθυστικός
μεθώ
μείγμα
μειδιώ
μείζων
μεικτή
μεικτό
μεικτός
Μείνετε στο μονοπάτι
μείξη
μείον
μειονέκτημα
μειονεκτικά
μειονεκτική
μειονεκτικό
μειονεκτικός
μειονεκτικότητα
μειονεκτώ
μειονεξία
μειονότητα
μειονοτική γλώσσα
μειοψηφία
μειώνομαι
μειώνω
μειώνώ
μείωση
μείωση(η)
μειωτέος
μειωτικά
μειωτικός
Μέκκα
μελα
μελαγχολία
μελαγχολικά
μελαγχολική
μελαγχολικό
μελαγχολικός
μελαγχολώ
μελαμίνη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close