ΝΑΤΟ - ορισμός του ΝΑΤΟ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9d%ce%91%ce%a4%ce%9f
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.601.133.587
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ΝΑΤΟ
Μεταφράσεις
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
OTAN
,
NATO
ΝΑΤΟ
مُنَظَمَةُ حِلفِ الْشَّمَالُ الْأَطْلَنطِيّ
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
OTAN
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
OTAN
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
北大西洋条約機構
ΝΑΤΟ
북대서양 조약 기구
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
НАТО
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
ตัวย่อขององค์การนาโต้
ΝΑΤΟ
NATO
ΝΑΤΟ
khối NATO
ΝΑΤΟ
北约组织
Πλοηγός λέξεων
?
▲
νανοτσικλιτάρα
νανουρίζομαι
νανουρίζω
νανούρισμα
Νάντη
ναός
νάουατλ
Ναουρού
Ναούρου
ναπάλμ
ναπολεόνι
ναργιλές
νάρδος
νάρθηκας
ναρκαλιευτικό
νάρκη
ναρκισσισμός
νάρκισσος
ναρκοθεραπεία
ναρκομανής
ναρκοπέδιο
ναρκωμένος
ναρκώνομαι
ναρκώνω
νάρκωση
ναρκωτικά
ναρκωτικό
ναρκωτικός
Ναρούτο
Ναταλία
ΝΑΤΟ
νατουραλιστής
νάτριο
ναυάγιο
ναυαγισμένος
ναυαγός
ναυαγοσώστης
ναυαγοσώστρια
ναυαγώ
ναυαρχείο
ναυαρχία
ναυαρχίδα
ναύαρχος
ναύλα
νάυλον
ναύλος
ναυλώνω
ναυμαχία
ναυπηγείο
ναυπήγηση
ναυπηγική
ναυπηγός
Ναύπλιο
ναυς
ναυσιπλοϊα
ναυσιπλοΐα
ναύτης
ναυτία
ναυτία κατά το ταξίδι
ναυτική
ναυτικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close