Ολλανδικό - ορισμός του Ολλανδικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%9f%ce%bb%ce%bb%ce%b1%ce%bd%ce%b4%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.369.857.150
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
Ολλανδικό
Μεταφράσεις
Ολλανδικό
Dutch
,
Netherlands
Ολλανδικό
Nederlands
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ολέθριος
όλεθρος
όλες
όλη
ολιγανθρωπία
ολιγάριθμη
ολιγάριθμο
ολιγάριθμος
ολιγαρκές
ολιγαρκής
ολιγαρχία
ολιγαρχικός
ολιγολογία
ολιγόλογος
ολιγοσακχαρίτης
ολιγωρία
ολική
ολικής άλεσης
ολικό
ολικός
όλισβος
ολισθαίνω
ολίσθημα
ολισθηρός
ολίσθηση
Ολλανδέζα
Ολλανδία
Ολλανδικά
Ολλανδικές Αντίλλες
Ολλανδική
Ολλανδικό
ολλανδικός
Ολλανδός
όλμιο
όλμος
όλο
όλο και περισσότερο
ολόασπρη
ολόασπρο
ολόασπρος
ολόγιομο φεγγάρι
ολόγυμνος
ολόγυρα
ολοένα
ολοήμερη
ολοήμερο
ολοήμερος
όλοι
όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη
ολόιδια
ολόιδιο
ολόιδιος
ολόισια
ολόισιο
ολόισιος
ολοκαίνουργιος
ολοκαίνουρια
ολοκαίνουριο
ολοκαίνουριος
ολοκαύτωμα
ολόκληρη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close