Άγαμος - ορισμός του άγαμος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%b3%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.770.932
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άγαμος
Μεταφράσεις
άγαμος
(
'aɣamos
)
αρσενικό
άγαμη
(
'aɣami
)
θηλυκό
άγαμο
single
célibataire
โสด
(
'aɣamo
)
ουδέτερο
επίθετο
ανύπαντρος
non marié/-ée célibataire
ανύπαντρο ζευγάρι
un couple non marié
ανύπαντρος άντρας
un homme célibataire
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
άβουλο
άβουλος
Αβραάμ
αβραμίδα
άβραστος
αβρός
αβρότητα
αβροφροσύνη
αβύθιστος
αβυσσαλέος
αβυσσος
άβυσσος
αβχαζιανά
αγαθά
αγαθή
Αγάθη
αγαθιάρης
αγαθό
αγαθοεργία
αγαθοεργός
αγαθός
αγαλακτία
αγάλι
αγαλλίαση
άγαλμα
αγαλματάκι
αγαλματίδιο
Αγαμέμνων
άγαμη
άγαμο
άγαμος
αγαναxτώ
αγανάκτηση
αγανακτισμένη
αγανακτισμένο
αγανακτισμένος
αγανακτώ
αγανάχτηση
αγαναχτισμένος
αγαναχτώ
άγανο
αγαπάω
αγαπη
αγάπη
αγαπημένη
αγαπημένο
αγαπημένος
αγαπητή
αγαπητό
αγαπητός
αγαπιέμαι
αγαπώ
άγαρ
αγαρικό
άγαρμπα
άγαρμπη
άγαρμπο
άγαρμπος
αγάς
αγγαρεία
αγγειακός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close