Άδεια ασθενείας - ορισμός του άδεια ασθενείας από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%b4%ce%b5%ce%b9%ce%b1+%ce%b1%cf%83%ce%b8%ce%b5%ce%bd%ce%b5%ce%af%ce%b1%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.661.858.737
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άδεια ασθενείας
Μεταφράσεις
άδεια ασθενείας
إِجَازَةٌ مَرَضِيَّة
άδεια ασθενείας
pracovní neschopnost
άδεια ασθενείας
sygeorlov
άδεια ασθενείας
Krankheitsurlaub
άδεια ασθενείας
sick leave
άδεια ασθενείας
baja por enfermedad
,
incapacidad por enfermedad
άδεια ασθενείας
sairasloma
άδεια ασθενείας
congé maladie
άδεια ασθενείας
bolovanje
άδεια ασθενείας
congedo per malattia
άδεια ασθενείας
病気休暇
άδεια ασθενείας
병가
άδεια ασθενείας
ziekteverlof
άδεια ασθενείας
sykepermisjon
άδεια ασθενείας
zwolnienie lekarskie
άδεια ασθενείας
licença por doença
άδεια ασθενείας
отпуск по болезни
άδεια ασθενείας
sjukledighet
άδεια ασθενείας
การลาป่วย
άδεια ασθενείας
hastalık izni
άδεια ασθενείας
thời gian nghỉ ốm
άδεια ασθενείας
病假
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγχωτικό
αγχωτικός
άγω
αγωγή
αγώγιμος
αγωγιμότητα
αγωγός
αγώνας
αγώνας αυτοκινήτων
αγώνας εκτός έδρας
αγώνας εντός έδρας
αγώνας με δύο παίκτες
αγωνία
αγωνίζομαι
αγώνισμα
αγωνιστής
αγωνιστική
αγωνιστικό
αγωνιστικό αυτοκίνητο
αγωνιστικός
αγωνίστρια
αγωνιώ
αγωνιώδες
αγωνιώδης
αγωνοδίκης
αδαής
Αδάμ
αδαμαντίνη
αδάμαστος
άδεια
άδεια ασθενείας
άδεια διάβασης
άδεια εισόδου
άδεια εργασίας
άδεια μητρότητας
άδεια οδήγησης
άδεια πατρότητας
αδειάζω
αδειανή
αδειανό
αδειανός
άδειασμα
αδειασμένος
άδειο
άδειος
αδειούμπα
αδέκαρη
αδέκαρο
αδέκαρος
αδέκαστος
Αδελαϊδα
αδελφή
αδέλφι
αδέλφια
αδελφικά
αδελφική
αδελφικής
αδελφικό
αδελφικός
αδελφοί
αδελφοκτονία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close