άδειος
(προωθήθηκε από άδειο)Μεταφράσεις
άδειος
('aðjos) αρσενικόάδεια
('aðja) θηλυκόάδειο
empty, vacantvidegolخالٍprázdnýtomleervacíotyhjäprazanvuoto空の빈leegtompustyvazioпустойtomว่างเปล่าboştrống rỗng空的ריק ('aðjo) ουδέτεροεπίθετο
1. χωρίς περιεχόμενο το σπίτι είναι άδειο
μεταφορικά άπρακτος
χωρίς τίποτα
μεταφορικά άπρακτος
χωρίς τίποτα
2. χωρίς κανέναν H θέση του διευθυντή είναι άδεια. άδειες τουαλέτες