Άζωτο - ορισμός του άζωτο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%b6%cf%89%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.655.491.648
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άζωτο
Μεταφράσεις
άζωτο
stikstof
άζωτο
نيتروجين
,
نَيترُوجِيـنٌ
άζωτο
азот
άζωτο
nitrogen
άζωτο
dusík
άζωτο
kvælstof, nitrogen
άζωτο
Stickstoff
άζωτο
nitrogen
άζωτο
nitrogeno
άζωτο
nitrógeno
άζωτο
lämmastik
άζωτο
نیتروژن
άζωτο
typpi
άζωτο
azote
,
azot
άζωτο
नाइट्रोजन
άζωτο
dušik
άζωτο
nitrogén
άζωτο
nitrogeno
άζωτο
nitrogen
άζωτο
nitur
άζωτο
azoto
άζωτο
窒素
άζωτο
질소
άζωτο
nitrogenium
άζωτο
azotas
άζωτο
Slāpeklis
άζωτο
നൈട്രജന്
άζωτο
stikstof
άζωτο
nitrogen
άζωτο
azot
άζωτο
nitrogênio
,
nitrogénio
άζωτο
azot
άζωτο
азот
άζωτο
dusík
άζωτο
dušik
άζωτο
азот
άζωτο
kväve
άζωτο
azot
,
nitrojen
άζωτο
aзот
άζωτο
nitơ
άζωτο
氮
άζωτο
ไนโตรเจน
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αεροσκάφος τζάμπο
αεροστατική
αεροστατικός
αερόστατο
αεροστεγές
αεροστεγής
αεροσυνοδός
αερόσφυρα
αεροτομή
αεροφαγία
αετιδέας
αετίσιος
αετολέων
αετόπουλο
αετός
αετοφωλιά
αέτωμα
αζαλέα
Αζερικά
αζερικός
αζέρικος
Αζερμπαϊτζάν
αζερμπαϊτζανικά
Αζερμπαϊτζανική Δημοκρατία
Αζέρος
αζήμιος
αζιμούθιο
Αζόρες
αζουρίτης
άζυμος
άζωτο
αζωτοδεσμευτικός
αηδής
αηδία
αηδιάζομαι
αηδιάζω
αηδιασμένος
αηδιαστική
αηδιαστικό
αηδιαστικός
αηδόνι
αήθης
αήρ
αητός
αήττητη
αήττητο
αήττητος
άηχος
αθανασία
Αθανάσιος
αθάνατη
αθάνατο
αθάνατος
αθέατος
άθεη
αθεΐα
αθεϊσμός
αθεϊστής
αθεϊστικός
άθελα
αθέλητη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close