Άθλος - ορισμός του άθλος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%b8%ce%bb%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.381.318.427
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άθλος
Μεταφράσεις
άθλος
feat
,
exploit
,
labour
,
task
ouvrage
,
exploit
,
travail
подвиг
(
'aθlos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
σπουδαίο κατόρθωμα
exploit
αρσενικό
Η νίκη της ομάδας μας ήταν άθλος.
La victoire de notre équipe est un vrai exploit.
οι δοκιμασίες από τις οποίες πέρασε ο Ηρακλής
les douze travaux d'Hercule
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αθεράπευτο
αθεράπευτος
αθερίνα
αθέτηση
αθετώ
αθημία
Αθηνά
Αθήνα
αθηναϊκός
Αθηναίος
άθικτη
άθικτο
άθικτος
άθιχτος
άθλημα
αθλητής
αθλητικά
αθλητικά παπούτσια
αθλητική
αθλητικό
αθλητικό ρούχο
αθλητικός
αθλητικός τύπος
αθλητισμός
αθλήτρια
αθλθτικός
άθλια
άθλιο
άθλιος
αθλιότητα
άθλος
αθλούμαι
αθόρηβος
αθόρυβη
αθόρυβο
αθόρυβος
άθραυστη
άθραυστο
άθραυστος
άθρησκη
άθρησκο
άθρησκος
αθροίζω
άθροιση
άθροισμα
αθροιστικός
αθυρόστομη
αθυρόστομο
αθυρόστομος
αθώα
αθώο
αθώος
αθωότητα
αθωώνω
αθώωση
αιγαγροπίλημα
αιγαιακός
Αιγαίο
Αιγέας
αίγειρος
αιγιαλός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close