άκοπος
(προωθήθηκε από άκοπο)Μεταφράσεις
άκοπος
('akopos) αρσενικόάκοπη
('akopi) θηλυκόάκοπο
('akopo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν έχει κοπεί άκοπες σελίδες
2. που δεν έχει τριφτεί άκοπο πιπέρι
3. που γίνεται χωρίς κόπο άκοπη εκμάθηση των γερμανικών
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.