άκρο
end, extreme, extremity, limbextrémité ('akro)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. η άκρη extrémité θηλυκό bout αρσενικό το δεξιό άκρο ενός κτιρίου l'extrémité droite d'un bâtiment από το ένα άκρο στο άλλο d'un bout à l'autre
2. μεταφορικά ακραίο σημείο extrême αρσενικό limite θηλυκό φτάνω στα άκρα dépasser les limites άνθρωπος των άκρων un homme extrême
3. τα χέρια και τα πόδια les extrémités
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.