Άλσος - ορισμός του άλσος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%bb%cf%83%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.722.698.532
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άλσος
Μεταφράσεις
άλσος
bois
,
forêt
forest
,
grove
Grove
Grove
Grove
роща
Grove
Grove
格罗夫
格羅夫
Grove
Grove
Grove
(
'alsos
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
μικρό πάρκο με πολλά δέντρα
parc
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αλμπίνος
άλμπουμ
αλμύρα
αλμυρή
αλμυρό
αλμυρός
αλογάκι
αλογάκι της Παναγίας
αλογατάκι
άλογο
άλογο ιπποδρομιών
αλογόνο
αλογοουρά
αλοιφή
αλοιφή για τα χείλη
αλούβιο
αλουμίνα
αλουμινένιος
αλουμίνιο
αλουμινόχαρτο
άλουστη
άλουστο
άλουστος
αλπακάς
Άλπεις
αλπικός
αλπινισμός
αλπινιστής
αλπινίστρια
αλσατικά
άλσος
αλτερνατίβα
άλτο
αλτρουισμός
αλτρουιστής
αλτρουιστικός
αλτρουίστρια
αλυγαριά
αλύγιστη
αλύγιστο
αλύγιστος
αλύπητα
αλύπητη
αλύπητο
αλύπητος
αλυσίβα
αλυσίδα
αλυσιδοπρίονο
αλυσοπρίονο
άλυτη
άλυτο
άλυτος
άλφα
αλφαβήτα
αλφαβητάρι
αλφαβητικά
αλφαβητική
αλφαβητικό
αλφαβητικός
αλφαβητισμός
αλφάβητο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close