Άμαχη - ορισμός του άμαχη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%bc%ce%b1%cf%87%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.730.009.785
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άμαχος
(προωθήθηκε από
άμαχη
)
Μεταφράσεις
άμαχος
(
a'maxos
)
αρσενικό
άμαχη
(
'amaçi
)
θηλυκό
άμαχο
civilian
civil
civil
مدني
平民
平民
civilní
civile
siviili
民間人
민간
civil
(
'amaxo
)
ουδέτερο
επίθετο
που δε συμμετέχει σε μάχες σε πολεμική περίοδο
civil
αρσενικό
o άμαχος πληθυσμός
la population civile
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αλχημεία
αλχημιστής
αλωνίζω
αλωπεκία
Αλώπηξ
άλωση
άμα
Αμαζόνα
Αμαζόνιος
αμάθεια
αμαθής
αμάλγαμα
αμάν
αμανάτι
αμανές
αμάνικος
άμαξα
αμαξάκι
αμάξι
αμαξοστοιχία
αμάξωμα
αμάραντο
αμάραντος
αμαρταίνω
αμαρτάνω
αμαρτία
αμαρτωλή
αμαρτωλό
αμαρτωλός
αμαυρώνω
άμαχη
άμαχο
άμαχος
Αμβέρσα
αμβλεία
αμβλύ
αμβλύνω
αμβλύς
αμβλώνω
άμβλωση
Αμβούργο
αμβροσία
αμέθυστος
αμείβομαι
αμείβω
αμείλικτη
αμείλικτο
αμείλικτος
αμείωτη
αμείωτο
αμείωτος
αμέλγω
αμέλεια
αμελές
αμελής
αμελητέo
αμελητέα
αμελητέος
αμελώ
άμεμπτος
Αμερικανική Σαμόα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close