άναμμα
Μεταφράσεις
άναμμα
lighting ('anama)ουσιαστικό ουδέτερο
1. η πρόκληση φωτιάς το άναμμα πυροτεχνήματος
2. κινητοποίηση μηχανισμού το άναμμα της μηχανής
3. υπερθέρμανση το άναμμα της μηχανής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.