άνισος
(προωθήθηκε από άνισο)Μεταφράσεις
άνισος
('anisos) αρσενικόάνιση
('anisi) θηλυκόάνισο
unequal, disparatedesigualinégal不公平irregolaredesigualнеравномерноujævn고르지ojämn ('aniso) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν έχει το ίδιο μέγεθος δύο άνισα μήκη δύο άνισοι αριθμοί
2. με διαφορετικής δύναμης αντιπάλους άνισος αγώνας άνισοι όροι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.