Άνορακ - ορισμός του άνορακ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%81%ce%b1%ce%ba
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.607.528.706
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άνορακ
Μεταφράσεις
άνορακ
مِعْطَف جِلْديّ ذو قَلَنْسُوَة
άνορακ
větrovka
άνορακ
anorak
άνορακ
Anorak
άνορακ
anorak
,
parka
άνορακ
anorak
άνορακ
anorakki
άνορακ
anorak
άνορακ
vjetrovka
άνορακ
giacca a vento
άνορακ
アノラック
άνορακ
아노락
άνορακ
anorak
άνορακ
vindjakke
άνορακ
kurtka z kapturem
άνορακ
anoraque
,
jaqueta à prova d’água com capuz
άνορακ
анорак
άνορακ
anorak
άνορακ
เสื้อกันหนาวมีหมวก
άνορακ
anorak
άνορακ
áo khoác chống thấm có mũ
άνορακ
带兜帽的夹克
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ανοίγω δέμα
ανοίγω φερμουάρ
ανοικοδομώ
ανοικτή επιταγή
ανοικτός
άνοιξη
ανοιξιάτικη
ανοιξιάτικο
ανοιξιάτικο καθάρισμα
ανοιξιάτικος
ανοιχτή
ανοιχτήρι
ανοιχτήρι για κονσέρβες
ανοιχτήρι για μπουκάλια
ανοιχτό
ανοιχτομάτης
ανοιχτόμυαλος
ανοιχτός
ανοιχτοχέρης
ανοιχτόχρωμος
ανομβρία
ανομία
ανόμοια
ανόμοιο
ανόμοιος
άνομος
ανοξείδωτο ατσάλι
ανοξείδωτος
ανοπτώ
ανοράκ
άνορακ
ανόργανος
ανοργάνωτος
ανορεξία
ανορεξικός
ανόρεχτη
ανόρεχτο
ανόρεχτος
ανορθόδοξος
ανοσία
ανοσοκατασταλτικός
ανοσοκαταστολή
ανοσολογία
ανοσοποιητικό σύστημα
άνοστη
άνοστο
άνοστος
Ἰανουάριος
Ἰανουάριος (Ianuarios)
άνους
ανούσια
ανούσιο
ανούσιος
ανοχή
ανσάμπλ
αντ’ αυτού
ανταγωγή
ανταγωνίζομαι
ανταγωνισμός
ανταγωνιστής
ανταγωνιστική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close