Άσκοπα - ορισμός του άσκοπα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.587.342.775
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άσκοπα
Μεταφράσεις
άσκοπα
(
'askopa
)
επίρρημα
χωρίς λόγο
inutilement sans but
τριγυρνάω άσκοπα
flâner sans but
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ασημένιος
ασημί
ασήμι
ασημικά
ασημικό
ασημόχαρτο
ασηπτικός
ασθένεια
ασθένεια των τρελών αγελάδων
ασθενής
ασθενική
ασθενικό
ασθενικός
ασθενόσφαιρα
ασθενοφόρο
άσθμα
ασθμαίνω
ασθματικός
Ασία
Ασιάτης
ασιατικός
ασιτία
ασκαλώνιο
άσκηση
άσκηση για διατήρηση της φυσικής κατάστασης
Ασκηση σπιτιών
ασκητής
ασκητικός
ασκητισμός
Ασκληπιός
άσκοπα
άσκοπη
άσκοπο
άσκοπος
ασκούμαι
ασκώ
ασκώ δίωξη
ασκώ πίεση
ασλάνι
άσμα
Άσμα Ασμάτων
ασμένως
Ασμοδαίος
ασορτί
άσος
ασπάζομαι
ασπάλαθος
ασπάλακας
ασπαραγίνη
ασπαραγινικό οξύ
ασπασμός
ασπίδα
ασπιρίνη
Ασπίς
άσπλαχνη
άσπλαχνο
άσπλαχνος
άσπονδη
άσπονδο
άσπονδος
ασπόνδυλος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close