Άσπονδη - ορισμός του άσπονδη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%cf%83%cf%80%ce%bf%ce%bd%ce%b4%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.597.045.950
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άσπονδος
(προωθήθηκε από
άσπονδη
)
Μεταφράσεις
άσπονδος
(
'asponðos
)
αρσενικό
άσπονδη
(
'asponði
)
θηλυκό
άσπονδο
(
'asponðo
)
ουδέτερο
επίθετο
o χειρότερος εχθρός
un ennemi juré
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ασκητικός
ασκητισμός
Ασκληπιός
άσκοπα
άσκοπη
άσκοπο
άσκοπος
ασκούμαι
ασκώ
ασκώ δίωξη
ασκώ πίεση
ασλάνι
άσμα
Άσμα Ασμάτων
ασμένως
Ασμοδαίος
ασορτί
άσος
ασπάζομαι
ασπάλαθος
ασπάλακας
ασπαραγίνη
ασπαραγινικό οξύ
ασπασμός
ασπίδα
ασπιρίνη
Ασπίς
άσπλαχνη
άσπλαχνο
άσπλαχνος
άσπονδη
άσπονδο
άσπονδος
ασπόνδυλος
ασπράδι
ασπράδι αβγού
άσπρη
ασπρίζω
άσπρο
ασπρομάλλα
ασπρομάλλης
ασπρομάλλικο
Ασπρόμαυρη
ασπρόμαυρο
ασπρόμαυρος
ασπροπίνακας
ασπρόρουχα
άσπρος
ασπρουλιάρης
ασσασίνος
άσσος
Ασσυρία
αστάθεια
ασταθές
ασταθής
αστακός
ασταμάτητα
ασταμάτητη
ασταμάτητο
ασταμάτητος
άστατη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close