άσχετος
(προωθήθηκε από άσχετο)Μεταφράσεις
άσχετος
('asçetos) αρσενικόάσχετη
('asçeti) θηλυκόάσχετο
irrelevant, extrinsicغَيْرُ مُتَّصِلٌ بِالـمَوْضُوعِirelevantníirrelevantirrelevantirrelevanteepäolennainenhors de proposnevažanirrilevante無関係な관계가 없는irrelevantirrelevantnieistotnyirrelevanteнеуместныйirrelevantไม่เกี่ยวข้องกันalakasızkhông liên quan不相关的без значение ('asçeto) ουδέτεροεπίθετο
1. χωρίς καμία σύνδεση δύο άσχετα μεταξύ τους θέματα είμαι άσχετος με το θέμα
2. ανίδεος Είμαι άσχετη στη μουσική. Είμαι άσχετος με την υπόθεση.