Άυπνη - ορισμός του άυπνη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%cf%85%cf%80%ce%bd%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.936.242.282
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άυπνος
(προωθήθηκε από
άυπνη
)
Μεταφράσεις
άυπνος
(
'aipnos
)
αρσενικό
άυπνη
(
'aipni
)
θηλυκό
άυπνο
(
'aipno
)
ουδέτερο
επίθετο
που δεν έχει κοιμηθεί
qui n'a pas dormi
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αυθεντικός
αυθεντικότητα
αυθόρμητα
αυθόρμητη
αυθορμητισμός
αυθόρμητο
αυθόρμητος
αυθυποβολή
αυθωρεί
αυλαία
αυλάκι
αυλακώνω
αυλή
αυλητής
αυλικός
αϋλισμός
αυλόπορτα
αυλός
άυλος
αυνανίζομαι
αυνανισμός
αυξαίνω
αυξάνομαι
αυξάνω
αυξήθηκε
αύξηση
αυξητικός
αυξίνη
αυξομειώνω
αυξομείωση
άυπνη
αϋπνία
αϋπνικός
άυπνο
άυπνος
αύρα
αυριανή
αυριανό
αυριανός
αύριο
αύριο το απόγευμα
αύριο το βράδυ
αύριο το πρωί
αυστηρά
αυστηρά χορτοφάγος
αυστηρή
αυστηρό
αυστηρός
αυστηρότητα
αυστηρώς
Αυστραλασία
αυστραλέζικος
Αυστραλία
αυστραλίζω
Αυστραλός
Αυστρία
αυστριακή
αυστριακό
αυστριακός
αυτά
αυτανάφλεξη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close