άφταστος
(προωθήθηκε από άφταστο)Μεταφράσεις
άφταστος
('aftastos) αρσενικόάφταστη
('aftasti) θηλυκόάφταστο
('aftasto) ουδέτεροεπίθετο
1. ασυναγώνιστος άφταστος παίκτης
2. απλησίαστος άφταστα όνειρα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.