άψητος
(προωθήθηκε από άψητο)Μεταφράσεις
άψητος
('apsitos)άψητη
('apsiti)άψητο
('apsito)επίθετο
1. που δεν είναι καλά ψημένος ή είναι ωμός Το κρέας είναι άψητο ακόμα.
2. μεταφορικά άπειρος Eίναι ακόμα άψητος στο χώρο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.