άψυχος
Μεταφράσεις
άψυχος
('apsixos) αρσενικόάψυχη
('apsiçi) θηλυκόάψυχο
inanimate ('apsixo) ουδέτεροεπίθετο
1. χωρίς ζωή άψυχο σώμα
2. μεταφορικά χωρίς ενέργεια άψυχες κινήσεις άψυχη φωνή
3. χωρίς λάμψη άψυχα χρώματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.