έγκυρος
(προωθήθηκε από έγκυρο)Μεταφράσεις
έγκυρος
('enɟiros) αρσενικόέγκυρη
('eŋɟiri) θηλυκόέγκυρο
valid, authoritativeصَالِحpřesvědčivýgyldigberechtigtválidovoimassaolevavalidevaljanvalido正当な정당한geldiggyldigważnyválidoдействительныйgiltigมีผลบังคับใช้geçerlicó giá trị有效的, 有效валиден有效 ('eŋɟiro) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει ισχύ έγκυρο ψηφοδέλτιο
2. που είναι αξιόπιστος μία έγκυρη πληροφορία